- αγκαζέ
- 1. (ως μτχ.) κατειλημμένος, δεσμευμένος εκ τών προτέρων2. (ως επίρρ.) κρατώντας ο ένας τον άλλο, με το χέρι περασμένο κάτω από το λυγισμένο χέρι τού άλλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. engage (= δεσμευμένος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγκαζέ — (λ. γαλλ.) 1. ως παθ. μτχ. του αγκαζάρω δεσμευμένος, πιασμένος: Το τραπέζι είναι αγκαζέ. 2. ως επίρρ. τροπ., πιασμένοι μπράτσο με μπράτσο: Για πολλή ώρα περπατούσαν αγκαζέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλά — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… … Dictionary of Greek